Την επιβολή ποσοστού φορολόγησης για τις εταιρίες που δραστηριοποιούνται στον χώρο του διαδικτυακού τζόγου, στα επίπεδα του 35%, προτείνει έρευνα που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης.
Πιο συγκεκριμένα, η αμερικανική εταιρία Grant Thornton παρέδωσε την έκθεση που παρήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση και η οποία αφορά προτάσεις σχετικά με την ανανέωση της δομής και του πλαισίου λειτουργίας των διαδικτυακών εταιριών τζόγου στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με την έκθεση της Grant Thornton, η Ελλάδα πρέπει να προσφέρει δύο είδη αδειών: μια άδεια αποκλειστικά για το αθλητικό στοίχημα και άλλη μία άδεια για όλα τα υπόλοιπα είδη τζόγου (καζίνο, πόκερ, κλπ.). Παράλληλα, προτείνεται στην κυβέρνηση να μην ορίσει κάποιο αριθμητικό όριο αδειών, καθώς αυτό μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα. Περιορισμός αδειών ισχύει για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια στη Γερμανία, με αποτέλεσμα να έχουν δημιουργηθεί πολλές αντιδράσεις και δικαστικές διαμάχες, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι άδειες θα πρέπει να προσφέρονται,υπό την επίβλεψη της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (ΕΕΕΠ), για μια περίοδο επτά ετών. Οι ενδιαφερόμενες εταιρίες θα πρέπει να καταβάλουν προκαταβολή ύψους 500.000 ευρώ, καθώς επίσης 50.000 ευρώ ανά έτος. Παράλληλα, οι αδειοδοτημένες εταιρίες θα πρέπει να προσφέρουν τις διαδικτυακές τους υπηρεσίες από ιστοσελίδες ελληνικές, με κατάληξη .gr και να διατηρούν διακομιστές στην Ελλάδα, όπως άλλωστε συμβαίνει ήδη.
Όσον αφορά το ζήτημα της φορολόγησης, το οποίο φαίνεται να δημιουργεί τις περισσότερες αντιδράσεις και συζητήσεις, η Grant Thornton προτείνει στην ελληνική κυβέρνηση ενιαίο ποσοστό φορολόγησης ύψους 35% για όλες τις εταιρίες, ανεξαρτήτως της άδειας που θα επιλέξουν. Αυτό το υψηλό ποσοστό αναμένεται να μειώσει σημαντικά το ενδιαφέρον των εταιριών που θα επιθυμούσαν να αποκτήσουν άδεια λειτουργίας στην Ελλάδα, γεγονός που από μόνο του φαίνεται να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά και το ζήτημα της επιβολής ορίου στον αριθμό των αδειών.
Εφόσον οι υποδείξεις της υιοθετηθούν από την ελληνική κυβέρνηση, η Grant Thornton που είναι γνωστή και για άλλες εκθέσεις της στην Ελλάδα, πιστεύει πως ο τομέας του διαδικτυακού τζόγου στην Ελλάδα θα παρουσιάσει ετήσια ανάπτυξη της τάξης του 7%, κάτι που θα έχει ως αποτέλεσμα καθαρά κέρδη της τάξης του 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ για η Πολιτεία, μέσα στα επόμενα 12 χρόνια.
Την ίδια ώρα το ελληνικό Δημόσιο ζητά από την αγγλικών συμφερόντων εταιρία GVCHoldings, το ποσό των 187 εκατομμυρίων ευρώ για τη δραστηριότητα της Sportingbet που ανήκει στην GVCHoldings την περίοδο 2010-2011. Την περίοδο εκείνη η Sportingbet δεν είχε ακόμη εξαγοραστεί από την GVCHoldings. Σήμερα, η ιδιοκτήτρια εταιρία αναφέρει πως το χρέος αυτό είναι πολλαπλάσιο του πραγματικού. Δεδομένου πως η αγγλική εταιρία δεν επιθυμεί να δημιουργηθεί πρόβλημα με την λειτουργία της πλατφόρμας της στην Ελλάδα και να αντιμετωπίσει ενδεχομένως πρόβλημα νέας αδειοδότησης, έχει προχωρήσει σε οικονομικό διακανονισμό με το Υπουργείο Οικονομικών, για την καταβολή 7,8 εκατ. ευρώ τον μήνα για τους επόμενους 24 μήνες, ενώ είναι βέβαιο πως να κινηθεί δικαστικά, αμφισβητώντας μεγάλο μέρος της οφειλής αυτής.
Η χώρα μας βρίσκεται εδώ και μία δεκαετία περίπου σε μια διαδικασία συνεχούς αναδόμησης της αγοράς του διαδικτυακού τζόγου, χωρίς ωστόσο να έχει βρεθεί ακόμη μια σταθερή και αποτελεσματική λύση. Το αποτέλεσμα είναι κάθε τρεις και λίγο να αλλάζει το καθεστώς, δημιουργώντας αναστάτωση στην αγορά και διαρκή προβλήματα, τόσο στις εταιρίες που επιθυμούν να αδειοδοτηθούν, όσο και στους παίκτες που βλέπουν τις εταιρίες να μπαίνουν και να βγαίνουν συνεχώς στην ελληνική αγορά.
Στόχος του Υπουργείου Οικονομικών στον περασμένο Σεπτέμβριο ήταν το ζήτημα των αδειών των διαδικτυακών εταιριών να έχει διευθετηθεί μέσα σε έναν μήνα, ωστόσο το Δεκέμβριο ανακοινώθηκε πως ακόμη εξετάζονται οι προτάσεις και πως έχουν παραγγελθεί συμβουλευτικές προτάσεις, όπως αυτή της GrantThornton. Έτσι ουσιαστικά το ζήτημα παραμένει ακόμη σε εκκρεμότητα, χωρίς να έχουν διευκρινιστεί ακόμη πολύ σημαντικές λεπτομέρειες. Παρόλα αυτά υπάρχουν ενδείξεις και πίστη πως ίσως η ελληνική Πολιτεία αυτή τη φορά να βλέπει το ζήτημα πιο σοβαρά.
Πηγή: espressonews.gr